- ανταπεξέρχομαι
- εσφαλμένος τ. αντί του αντεπεξέρχομαι*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντεπεξέρχομαι — (Α ἀντεπεξέρχομαι) νεοελλ. ανταποκρίνομαι σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, αντιμετωπίζω με επιτυχία, τα βγάζω πέρα αρχ. αντεπιτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι + επεξέρχομαι. Ο τ. ανταπεξέρχομαι με εξακολουθητική αφομοίωση του ε σε α ή από παρετυμολογική… … Dictionary of Greek